αποφυας

αποφυας
    ἀποφυάς
    ἀπο-φυάς
    -άδος ἥ анат. ответвление, отросток, придаток
    

(τῆς ἀορτῆς, τῶν ἐντέρων Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αποφυας" в других словарях:

  • αποφυάς — ἀποφυάς, η (Α) [φύω] 1. απόφυση 2. διακλάδωση φλέβας ή άρτηρίας 3. αγκάθι της ουράς του μυθικού θηρίου μαρτιχόρα …   Dictionary of Greek

  • ἀποφυάδας — ἀποφυάς appendage fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφυάδες — ἀποφυάς appendage fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσφρηση — Αίσθηση της αντίληψης, των οσμών. Το ειδικό σύστημα υποδοχής των ερεθισμάτων εντοπίζεται στο ψηλότερο μέρος των ρινικών κοιλοτήτων όπου ο βλεννογόνος (οσφρητικός βλεννογόνος) περιλαμβάνει ειδικά επιμήκη νευρικά κύτταρα με δύο αποφυάδες· η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»